Saturday, October 12, 2024

Φασισμός και εκπαίδευση





Μια σύνοψη του φασιστικού εκπαιδευτικού συστήματος και η σχολή των μελλοντικών "φιλόσοφων-βασιλέων" (μεταρρύθμιση Τζεντίλε 1923)


Ο Τζεντίλε όντας Υπουργός Δημόσιας Παιδείας το 1923 επί κυβέρνηση του Ντούτσε, μαζί με τον Giuseppe Lombardo Radice, ανέπτυξε μια διαφορετική προσέγγιση φασιστικής κατήχησης και ανάδειξης των σπουδαιότερων μαθητών για την ανάληψη υψηλών ευθυνών στις κυβερνητικές θέσεις του Κράτους. Εν συντομία, θέσπισε να είναι υποχρεωτική η στοιχειώδης εκπαίδευση στα 10 έτη ( εκ των οποίων τα πέντε πρώτα χρόνια είναι η πρωτοβάθμια εκπαίδευση και τα υπόλοιπα είτε στο scuola media (θα λέγαμε το αντίστοιχο ΓΕΛ με ελληνικά δεδομένα) ή στο avviamento al lavoro (το αντίστοιχο ΕΠΑΛ) που έδινε γρήγορη πρόσβαση στα χαμηλά στρώματα του εργατικού δυναμικού).

Η κορύφωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ανάμεσα και στις υπόλοιπες επιλογές των μαθητών, ήταν το liceo classico (Λύκειο) που για λίγα έτη θα έδινε την δυνατότητα εισαγωγής, μέσω εξέτασεων, στις πανεπιστημιακές σχολές. Το liceo classico προοριζόταν για τους λίγους, για τους πιο ταλαντούχους, για τους πιο ικανούς, για εκείνους που προορίζονταν από την φύση τους για μεγάλους ρόλους διακρίνοντας τους από την μάζα, τα χαμηλά στρώματα της κοινωνίας. Η αριστοκρατική αντίληψη αυτή απευθυνόταν μόνο σε άρρενες και όχι γυναίκες, καθώς ο ρόλος των γυναικών εθεωρείτο από την φιλοσοφία του Φασισμού, διαφορετικός του ανδρός και ως εκ τούτου επιδίωκαν την καλλιέργεια της γυναικός στα πρότυπα της και στον ιδανικό ρόλο της εντός της κοινωνίας. Εκτός αυτού, κατά τον ίδιο τον Υπουργό Παιδείας, οι γυναίκες δεν θα έπρεπε να διαχειρίζονται θέσεις με υψηλό πνευματικό χαρακτήρα, γιατί δεν διακατέχονται από το απαραίτητο σθένος, τον χαρακτήρα και αυτοσυγκράτηση (χαρακτηριστικά που πίστευε οι γυναίκες δεν διακατέχονται από την φύση τους). Το βασικότερο περιεχόμενο διδασκαλίας  ήταν η ενασχόληση με την φιλοσοφία και την νομική καθώς αυτές ήτανε οι βασικότερες στοιχειώδεις γνώσεις για τους προοριζόμενους "φιλόσοφους-βασιλείς" της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το 1929 όμως, έπειτα από την Συμφωνία του Λατερανού, ήταν υποχρεωτική η εκμάθηση των θρησκευτικών (κάτι που ο Τζεντίλε, ενώ θεωρούσε απαραίτητο να διδάσκεται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και ευρύτερα στο λαό, στους μελλοντικούς "άρχοντες" δεν χρειαζόταν αυτή η ανάγκη, το μάθημα φιλοσοφίας ήταν πολύ ελεύθερο και δεν ακολουθούσε κάποιο κρατικό πρόγραμμα).

Σε δοκίμιο περί της "ενότητας του γυμνασίου και η ελευθερία των σπουδών" (1902) ο Τζεντίλε αναφέρει : "Οι σπουδές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι από την φύση τους αριστοκρατικές, η μάθηση για τους λίγους, για τους καλύτερους [...] επειδή προετοιμάζονται για επιστημονικές μελέτες, που δεν μπορεί να είναι προνόμιο κανενός πέρα εκείνων των λίγων, τους οποίους η ευφυία τους προορίζει ή το οικογενειακό υπόβαθρο και ο πλούτος που μπορούν να συμβάλλουν στην επίτευξη υψηλών ιδανικών" (*κάτι δηλαδή που ο φτωχός δεν μπορεί εύκολα να κατανοήσει).

Σε συνέντευξη το 1923, απαντώντας στις ανησυχίες των γονέων τονίζει : "Στην κάπως θυμωμένη ερώτηση: - Πως μπορούμε να βρούμε χώρο για όλους τους μαθητές; - Απαντώ: - Δεν πρέπει να υπάρχει χώρος για όλους. Και να σου εξηγήσω. Η μεταρρύθμιση τείνει ακριβώς αυτό: να μειώσει τον σχολικό πληθυσμό."

Σε ένα άλλο σημείο ο Τζεντίλε αναφέρει περί των γυναικών: "Εισβολές από γυναίκες, που τώρα συρρέουν στα πανεπιστήμια μας, και που πρέπει να πούμε, δεν έχουν και δεν θα έχουν ποτέ ούτε αυτήν την πνευματική πρωτοτυπία σκέψης, ούτε αυτό το σιδερένιο πνευματικό σθένος, που είναι οι ανώτερες διανοητικές και ηθικές δυνάμεις της ανθρωπότητας."

Να σημειωθεί ότι επί της θητείας του ως υπουργός , ανήγγειλε την ιταλική γλώσσα ως την μοναδική γλώσσα προς χρήση εντός των εκπαιδευτικών επιπέδων, αδιαφορώντας για τις γλωσσικές μειονότητες.

Εν κατακλείδι, από δομική άποψη, ο Τζεντίλε συλλαμβάνει την οργάνωση του σχολείου σύμφωνα με μια ιεραρχική και συγκεντρωτική τάξη. Μια αριστοκρατική σχολή δηλαδή, σχεδιασμένη και αφιερωμένη "στον καλύτερο" και όχι σε όλους, χωρισμένη στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε κλασικό-ανθρωπιστικό κλάδο για διεύθυνση και τον επαγγελματικό κλάδο για τον λαό και την εργατική τάξη. Οι φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά ήταν πιο υποβαθμισμένα αλλά η εντατική ενασχόληση τους προορίζονταν για εκείνους που θέλανε να ενταχθούν σε βιομηχανικά και τεχνικά ινστιτούτα (δημιουργημένα με πρωτοβουλίες του ίδιου του Υπουργού). Η μεταρρύθμιση σε γενικό πλαίσιο διατηρήθηκε μέχρι το 1962.






⧫ Πηγή : Jürgen Charnitzky, Φασισμός και σχολείο. Η σχολαστική πολιτική του καθεστώτος (1922-1943)